- μόλοτοφ βόμβα
- ηαυτοσχέδιος εκρηκτικός μηχανισμός, που αποτελείται από φιάλη πλήρη με εύφλεκτο υλικό και από πυροκροτητή ο οποίος αναφλέγεται μετά τη ρίψη και θραύση του.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. molotov (cocktail) από το όν. τού Σοβιετικού πολιτικού V. Μ. Μolotov].
Dictionary of Greek. 2013.